πηλοδομώ

πηλοδομώ
-έω, Α
(για τα χελιδόνια) χτίζω χρησιμοποιώντας λάσπη ως υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -δομῶ (< -δομος < δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. οικο-δομώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”